Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο

ΕΓΓΡΑΦΟ 169, Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΣΤΗΝ ΠΕΛΛΑ

Το Βιβλίο της Ουράντια

ΕΓΓΡΑΦΟ 169

Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΣΤΗΝ ΠΕΛΛΑ

(1850.1) 169:0.1 Αργά το βράδυ της Δευτέρας, 6 Μαρτίου, ο Ιησούς και οι δέκα απόστολοι έφτασαν στην κατασκήνωση της Πέλλας. Αυτή ήταν η τελευταία εβδομάδα της παραμονής του Ιησού εκεί, και γι αυτό ήταν πολύ δραστήριος στο να διδάσκει τα πλήθη και να εκπαιδεύει τους αποστόλους. Κήρυττε κάθε απόγευμα στις μάζες και κάθε βράδυ απαντούσε σε ερωτήσεις για τους αποστόλους και για μερικούς από τους πιο προχωρημένους μαθητές, που διέμεναν στην κατασκήνωση.

(1850.2) 169:0.2 Η είδηση της ανάστασης του Λαζάρου είχε φτάσει στον καταυλισμό δυο μέρες πριν την άφιξη του Κυρίου, και όλοι οι συγκεντρωμένοι ανυπομονούσαν. Από την εποχή του χορτασμού των πέντε χιλιάδων δεν είχε συμβεί κάτι που να ξεσήκωσε τόσο τη φαντασία του κόσμου. Και έτσι είχαν τα πράγματα στο αποκορύφωμα της δεύτερης φάσης της δημόσιας υπηρεσίας της βασιλείας, που ο Ιησούς σκόπευε να διδάξει αυτή τη μοναδική εβδομάδα στην Πέλλα και μετά να ξεκινήσει για το γύρο της νότιας Περαίας, ο οποίος οδήγησε κατευθείαν στα τελικά και τραγικά βιώματα της τελευταίας εβδομάδας στην Ιερουσαλήμ.

(1850.3) 169:0.3 Οι Φαρισαίοι και οι αρχιερείς είχαν αρχίσει να μορφοποιούν τα ενοχοποιητικά στοιχεία τους και να αποκρυσταλλώνουν τις κατηγορίες τους. Εναντιώθηκαν στις διδασκαλίες του Κυρίου στα εξής ερείσματα:

(1850.4) 169:0.4 1. Είναι φίλος των τελωνών και των αμαρτωλών. Δέχεται τους άθεους και ακόμη τρώγει μαζί τους.

(1850.5) 169:0.5 2. Είναι βλάσφημος, μιλάει για το Θεό σαν να ήταν Πατέρας του και πιστεύει ότι είναι ίσος με τον Θεό.

(1850.6) 169:0.6 3. Παραβιάζει το νόμο. Θεραπεύει από τις ασθένειες το Σάββατο και με πολλούς άλλους τρόπους χλευάζει τον ιερό νόμο του Ισραήλ.

(1850.7) 169:0.7 4. Συνεργάζεται με διαβόλους. Κάνει δήθεν θαύματα με τη δύναμη του Βεελζεβούλ, του πρίγκιπα των διαβόλων.

1. Η ΠΑΡΑΒΟΛΗ ΤΟΥ ΧΑΜΕΝΟΥ ΓΙΟΥ

(1850.8) 169:1.1 Την Πέμπτη το απόγευμα ο Ιησούς μίλησε στα πλήθη για τη «Χάρη της Σωτηρίας». Στην πορεία της ομιλίας αυτής ξαναείπε την ιστορία του χαμένου πρόβατου και της χαμένης δραχμής και μετά πρόσθεσε την αγαπημένη παραβολή του άσωτου υιού. Είπε ο Ιησούς:

(1850.9) 169:1.2 «Οι προφήτες, από το Σαμουήλ μέχρι τον Ιωάννη σας έχουν προτρέψει να αναζητάτε το Θεό – να ψάχνετε για την αλήθεια. Πάντα έλεγαν: ‘Ζητείστε τον Κύριο ενόσω μπορεί να βρεθεί’. Και όλες αυτές τις διδασκαλίες πρέπει να τις βάλετε στην καρδιά σας. Ήρθα όμως για να σας δείξω ότι, ενώ εσείς ζητάτε να βρείτε το Θεό, ο Θεός παρόμοια ζητάει να βρει εσάς. Πολλές φορές σας είπα την ιστορία του καλού βοσκού που άφησε τα ενενήντα εννέα πρόβατα στο κοπάδι ενώ πήγε προς αναζήτηση του ενός που είχε χαθεί, και πώς, όταν βρήκε το ξεκομμένο πρόβατο, το σήκωσε στους ώμους του και το μετέφερε τρυφερά πίσω στο κοπάδι. Και όταν το χαμένο πρόβατο βρέθηκε πάλι στο κοπάδι, θυμάστε ότι ο καλός βοσκός φώναξε τους φίλους του και τους προσκάλεσε να χαρούν μαζί του για την εύρεση του πρόβατου που είχε χαθεί. Σας λέγω πάλι ότι γίνεται μεγαλύτερη χαρά στον ουρανό για έναν αμαρτωλό που μετανοεί παρά για τα ενενήντα εννέα δίκαια άτομα που δεν έχουν ανάγκη μετάνοιας. Το γεγονός ότι ψυχές έχουν χαθεί, αυξάνει από μόνο του το ενδιαφέρον του ουράνιου Πατέρα. Έχω έρθει στον κόσμο αυτό για να εκτελέσω την εντολή του Πατέρα μου και αληθώς ειπώθηκε για το Γιο του Ανθρώπου ότι είναι φίλος των τελωνών και των αμαρτωλών.

(1851.1) 169:1.3 Έχετε διδαχθεί ότι η θεϊκή αποδοχή έρχεται αφού μετανοήσετε και σαν επακόλουθο όλων των θυσιών και των μετανοιών που κάνατε, όμως σας βεβαιώνω ότι ο Πατέρας σάς δέχεται πριν ακόμα μετανοήσετε και στέλνει τον Υιό και τους συνεργάτες του για να σας βρουν και να σας φέρουν, με χαρά, πίσω στο κοπάδι, τη βασιλεία της συγγένειας με το Θεό και της πνευματικής προόδου. Είστε όλοι σαν πρόβατα που έχουν ξεστρατίσει και έχω έρθει για να ζητήσω και να σώσω εκείνους που έχουν χαθεί.

(1851.2) 169:1.4 Και πρέπει να θυμάστε ακόμα, την ιστορία της γυναίκας που, έχοντας δέκα νομίσματα από ασήμι τα έφτιαξε σαν ένα περιδέραιο κόσμημα, έχασε ένα νόμισμα, και μετά άναψε τη λάμπα και με φιλοπονία καθάρισε το σπίτι και συνέχισε να ψάχνει μέχρι που βρήκε το χαμένο ασημένιο νόμισμα. Και μόλις βρήκε το κομμάτι που χάθηκε, φώναξε τους φίλους της και τους γείτονες, λέγοντας: ‘Χαρείτε μαζί μου, γιατί βρήκα το νόμισμα που είχα χάσει’. Έτσι σας λέγω πάλι, γίνεται πάντα χαρά ανάμεσα στους αγγέλους του ουρανού για τον αμαρτωλό που μετανοεί και επιστρέφει στο κοπάδι του Πατέρα. Και σας λέγω την ιστορία αυτή για να σας αποτυπώσω ότι ο Πατέρας και ο Γιος αναζητούν εκείνους που χάθηκαν, και στην αναζήτηση αυτή μεταχειριζόμαστε όλες τις δυνατές επιρροές που αποδίδουν βοήθεια στις φιλόπονες προσπάθειές μας να βρούμε εκείνους που χάθηκαν, εκείνους που έχουν ανάγκη σωτηρίας. Έτσι λοιπόν, ενώ ο Γιος του Ανθρώπου βγαίνει έξω στην ερημιά για να ψάξει για το ξεστρατισμένο πρόβατο, ψάχνει και για το νόμισμα από ασήμι που χάθηκε στο σπίτι. Το πρόβατο περιπλανάται ακούσια. Το ασημένιο νόμισμα καλύπτεται από τη σκόνη του χρόνου και κρύβεται από τη συσσώρευση των πραγμάτων των ανθρώπων.

(1851.3) 169:1.5 Και τώρα θα ήθελα να σας πω την ιστορία ενός απερίσκεπτου γιου ενός πλούσιου κτηματία που ηθελημένα άφησε το σπίτι του πατέρα του και έφυγε σε ξένη χώρα, όπου συνάντησε πολλά βάσανα. Θυμάστε πως το πρόβατο ξεστράτισε χωρίς πρόθεση, αλλά ο νέος αυτός άφησε το σπίτι του εκ προμελέτης. Τα πράγματα είχαν ως εξής:

(1851.4) 169:1.6 Κάποιος άνθρωπος είχε δυο γιους. Ο ένας, ο νεότερος, ήταν ανοιχτόκαρδος και ανέμελος, αναζητούσε πάντα την καλοπέραση και απέφευγε τις ευθύνες, ενώ ο μεγαλύτερος αδελφός του ήταν σοβαρός, λογικός, εργατικός, και πρόθυμος να αναλαμβάνει τις ευθύνες του. Αυτοί οι δυο αδελφοί λοιπόν, δεν τα πήγαιναν καλά μεταξύ τους, πάντα τσακωνόντουσαν και λογομαχούσαν. Ο νεότερος ήταν χαρούμενος και κεφάτος, αλλά νωθρός και αναξιόπιστος. Ο μεγαλύτερος γιος ήταν επιμελής και εργατικός, συγχρόνως όμως εγωκεντρικός, σκυθρωπός και φαντασμένος. Ο νεότερος γιος χαιρόταν να παίζει αλλά απέφευγε τη δουλειά. Ο μεγαλύτερος είχε αφιερώσει τον εαυτό του στη δουλειά και σπάνια έπαιζε. Αυτή η συνεργασία απέβη τόσο δυσάρεστη ώστε ο νεότερος γιος πήγε στον πατέρα του και είπε: ‘Πατέρα, δώσε μου το τρίτο από την περιουσία σου που μου ανήκει και άφησέ με να πάω έξω στον κόσμο να ψάξω τη δική μου τύχη’. Όταν ο πατέρας άκουσε το αίτημα αυτό, γνωρίζοντας πόσο δυστυχής ήταν ο νέος στο σπίτι με το μεγάλο του αδελφό, μοίρασε την περιουσία του, και έδωσε στο νέο το μερίδιό του.

(1851.5) 169:1.7 Μέσα σε λίγες εβδομάδες ο νέος μάζεψε όλα τα χρήματά του και ξεκίνησε για ένα ταξίδι σε μακρινή χώρα, και μη βρίσκοντας να κάνει κάτι επικερδές που θα ήταν συγχρόνως και ευχάριστο, γρήγορα εξάντλησε όλη την κληρονομιά του σε μια ταραχώδη ζωή. Και όταν την ξόδεψε όλη, έγινε μεγάλη πείνα σ’ εκείνη τη χώρα κι αυτός βρέθηκε σε ανάγκη. Έτσι, όταν άρχισε να πεινάει και η θλίψη του ήταν μεγάλη, βρήκε δουλειά σε έναν από τους κατοίκους της χώρας, που τον έστειλε στους αγρούς να ταΐζει γουρούνια. Και ο νέος ήταν αναγκασμένος να γεμίζει το στομάχι του με τα φλούδια που έτρωγαν τα γουρούνια, γιατί κανένας δεν του έδινε τίποτε άλλο.

(1852.1) 169:1.8 Μια μέρα, όταν πεινούσε πολύ, είπε στον εαυτό του: ‘Πόσοι μισθωτοί εργάτες του πατέρα μου έχουν αρκετή τροφή και περισσευούμενη, ενώ εγώ χάνομαι από την πείνα, ταΐζοντας γουρούνια εδώ πέρα σε μια ξένη χώρα! Θα σηκωθώ και θα πάω στον πατέρα μου, και θα του πω: ‘Πατέρα, αμάρτησα κατά του ουρανού και ενώπιόν σου. Δεν είμαι πλέον άξιος να ονομάζομαι γιος σου, μόνο κάνε με αν θέλεις έναν από τους μισθωτούς εργάτες σου’. Και όταν ο νέος πήρε αυτή την απόφαση, σηκώθηκε και κίνησε για το σπίτι του πατέρα του.

(1852.2) 169:1.9 Ο πατέρας του είχε στενοχωρηθεί πολύ για το γιο του. Του είχε λείψει το χαρούμενο, αν και απερίσκεπτο αγόρι. Ο πατέρας αγαπούσε αυτό το γιο και περίμενε πάντοτε την επιστροφή του, έτσι την ημέρα που εκείνος πλησίαζε στο σπίτι του, αν και ήταν ακόμα μακριά, ο πατέρας τον είδε, συγκινήθηκε από την αγάπη του, έτρεξε να τον συναντήσει και με τρυφερούς χαιρετισμούς τον αγκάλιασε και τον κατεφίλησε. Μετά τη συνάντηση αυτή ο γιος κοίταξε το γεμάτο δάκρυα πρόσωπο του πατέρα του και είπε: ‘Πατέρα, αμάρτησα κατά του ουρανού και ενώπιόν σου. Δεν είμαι πλέον άξιος να ονομάζομαι γιος σου’ – αλλά το αγόρι δεν είχε την ευκαιρία να ολοκληρώσει την ομολογία του επειδή ο περιχαρής πατέρας είπε στους υπηρέτες του, που εν τω μεταξύ είχαν έρθει τρέχοντας: ‘Φέρετε γρήγορα το καλύτερο ένδυμά του, εκείνο που κράτησα και ντύσατέ τον και βάλτε του το δακτυλίδι του στο χέρι του και φορέστε του υποδήματα για τα πόδια του’.

(1852.3) 169:1.10 Και κατόπιν, αφού ο ευτυχής πατέρας οδήγησε το αποκαμωμένο αγόρι με τα πληγωμένα πόδια στο σπίτι, κάλεσε τους υπηρέτες του: ‘Φέρτε το θρεμμένο μοσχάρι και σφάξτε το και ας φάμε και ας ευφρανθούμε διότι ο γιος μου αυτός ήταν νεκρός και ανέζησε, ήταν χαμένος και βρέθηκε’. Και μαζεύτηκαν όλοι γύρω από τον πατέρα για να χαρούν μαζί του για την επιστροφή του γιου του.

(1852.4) 169:1.11 Εκείνη την ώρα περίπου, ενώ διασκέδαζαν, ο μεγαλύτερος γιος επέστρεφε από την εργασία της ημέρας στους αγρούς και καθώς πλησίαζε στο σπίτι, άκουσε τη μουσική και το χορό. Και όταν εισήλθε από την πίσω πόρτα, φώναξε ένα από τους υπηρέτες και ρώτησε τι σήμαινε όλη αυτή η γιορτή. Τότε ο υπηρέτης απάντησε: ‘Ήρθε ο χαμένος από καιρό αδελφός σου, και ο πατέρας σου έσφαξε το θρεμμένο μοσχάρι για να χαρούν που γύρισε πίσω ασφαλής. Έλα μέσα για να χαιρετήσεις κι εσύ τον αδελφό σου και να τον υποδεχτείς πίσω στο σπίτι τους πατέρα σας’.

(1852.5) 169:1.12 Όταν όμως ο μεγαλύτερος αδελφός το άκουσε, πληγώθηκε και θύμωσε τόσο που δεν ήθελε να μπει μέσα. Όταν ο πατέρας του έμαθε για την προσβολή του από το καλωσόρισμα του νεότερου αδελφού του, βγήκε έξω και τον παρακαλούσε. Αλλά ο μεγαλύτερος γιος δεν ήθελε να ενδώσει και να πειστεί από τα λόγια του πατέρα του. Του απάντησε λέγοντας: ‘Τόσα χρόνια σε υπηρετώ, χωρίς να παραβώ ποτέ τις εντολές σου και όμως δεν μου έδωσες ποτέ ούτε ένα κατσικάκι για να διασκεδάσω με τους φίλους μου. Έμεινα εδώ να φροντίζω για σένα όλα αυτά τα χρόνια, και ποτέ δεν χάρηκες για την πιστή μου υπηρεσία, όταν όμως αυτός ο γιος σου γύρισε, έχοντας κατασπαταλίσει την περιουσία σου με πόρνες, βιάστηκες να σφάξεις το θρεμμένο μοσχάρι και να χαρείς μαζί του’.

(1852.6) 169:1.13 Ο πατέρας όμως που αγαπούσε αληθινά και τα δυο παιδιά του, προσπάθησε να εξηγήσει στο μεγαλύτερο: ‘Γιε μου, εσύ είσαι πάντοτε μαζί μου και όλα όσα έχω είναι δικά σου. Θα μπορούσες να είχες ένα κατσικάκι οποιαδήποτε ώρα καλούσες τους φίλους σου για να μοιραστείς τη χαρά σου. Είναι όμως σωστό να έρθεις μαζί μου για να χαρείς και να ευφρανθείς από την επιστροφή του αδελφού σου. Σκέψου αυτό, ο γιος μου, ο αδελφός σου είχε χαθεί και βρέθηκε, γύρισε ζωντανός πίσω σε μας!’.

(1853.1) 169:1.14 Αυτή ήταν από τις πιο συγκλονιστικές και εντυπωσιακές παραβολές του Ιησού που ποτέ παρουσίασε, για να δείξει στους ακροατές του την προθυμία του Πατέρα να δεχτεί όλους εκείνους που ζητάνε την είσοδο στη βασιλεία των ουρανών.

(1853.2) 169:1.15 Ο Ιησούς είχε κάποιο σκοπό που είπε τις τρεις αυτές ιστορίες την ίδια ώρα. Παρουσίασε την ιστορία του χαμένου προβάτου για να δείξει ότι, όταν οι άνθρωποι ξεστρατίζουν ακούσια από το μονοπάτι της ζωής, ο Πατέρας ενδιαφέρεται γι αυτά τα χαμένα και βγαίνει, με τους Γιους του, τους πραγματικούς βοσκούς του κοπαδιού, να αναζητήσουν τα χαμένα πρόβατα. Ύστερα αφηγήθηκε την ιστορία του ασημένιου νομίσματος που χάθηκε στο σπίτι για να απεικονίσει πόσο προσεκτικό είναι το θεϊκό ψάξιμο όλων αυτών που έχουν μπερδευτεί, συγχυστεί ή με άλλο τρόπο πνευματικά τυφλωθεί από τα ενδιαφέροντα της ύλης και τις συσσωρεύσεις της ζωής. Και μετά καταπιάστηκε με την εξιστόρηση της παραβολής του χαμένου γιου, την υποδοχή του ασώτου, για να δείξει πόσο τέλεια είναι η αποκατάσταση του χαμένου γιου στο σπίτι και στην καρδιά του Πατέρα του.

(1853.3) 169:1.16 Πολλές μα πάρα πολλές φορές, κατά τη διάρκεια των ετών της διδασκαλίας του, ο Ιησούς είπε και ξαναείπε την ιστορία αυτή του ασώτου. Αυτή η παραβολή καθώς και η ιστορία του καλού Σαμαρείτη ήταν τα μέσα που προτιμούσε για να διδάξει την αγάπη του Πατέρα και τη συναδελφικότητα του ανθρώπου.

2. Η ΠΑΡΑΒΟΛΗ ΤΟΥ ΔΑΙΜΟΝΙΟΥ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΗ

(1853.4) 169:2.1 Ένα βράδυ ο Σίμων ο Ζηλωτής, σχολιάζοντας μια δήλωση του Ιησού, είπε: «Κύριε, τι εννοούσες όταν έλεγες σήμερα ότι πολλά από τα παιδιά του κόσμου έχουν αποδειχθεί γνωστικότερα με τους συγχρόνους τους, από ό,τι τα παιδιά της βασιλείας, αφού εκείνα τα πρώτα είναι επιτήδεια στο να συνάπτουν φιλίες με το μαμωνά της αδικίας;». Ο Ιησούς αποκρίθηκε:

(1853.5) 169:2.2 «Μερικοί από σας, πριν εισέλθετε στη βασιλεία, ήσασταν πολύ δαιμόνιοι στις συνδιαλλαγές σας με τους συνεργάτες της δουλειάς σας. Αν και ήσασταν άδικοι και συχνά κακόπιστοι, παρόλα αυτά ήσασταν συνετοί και με προσεκτική κρίση εις το ότι διεκπεραιώνατε την εργασία σας με την προσοχή σας προσηλωμένη στο κέρδος για το παρόν και την ασφάλεια για το μέλλον. Κατά τον ίδιο τρόπο θα πρέπει τώρα να βάλετε σε τάξη τις ζωές σας στη βασιλεία για να παρέχετε χαρά για το παρόν σας ενώ θα είστε σίγουροι για τη μελλοντική απόλαυση των θησαυρών που βρίσκονται στους ουρανούς. Αν, ευρισκόμενοι στην υπηρεσία του ιδίου σας του εαυτού, αποκτάτε κέρδη για σας τους ίδιους εργαζόμενοι με φιλοπονία, γιατί δείχνετε λιγότερη φιλοπονία στην προσέλκυση περισσότερων ψυχών για τη βασιλεία, εφόσον σήμερα υπηρετείτε την αδελφότητα του ανθρώπου και είστε διαχειριστές του Θεού;

(1853.6) 169:2.3 Θα μάθετε όλοι ένα μάθημα από την ιστορία κάποιου πλουσίου που είχε ένα δαιμόνιο αλλά άδικο διαχειριστή. Ο διαχειριστής αυτός όχι μόνο καταπίεζε τους πελάτες του κυρίου του για δικό του προσωπικό κέρδος, αλλά είχε ακόμα ξοδέψει και καταχραστεί τα κεφάλαια του κυρίου του. Όταν όλα αυτά τελικά έφτασαν στα αυτιά του κυρίου του, κάλεσε το διαχειριστή ενώπιόν του και ζήτησε να μάθει τη σημασία των φημών αυτών και απαίτησε να του δώσει αμέσως λογαριασμό για τη διαχείριση που είχε κάνει και ετοιμάστηκε να αναθέσει τις υποθέσεις του σε κάποιον άλλο.

(1853.7) 169:2.4 Τώρα λοιπόν, αυτός ο άδικος διαχειριστής είπε μέσα του: ‘Τι να κάνω αφού πρόκειται να χάσω τη διαχείριση αυτή; Δεν έχω τη δύναμη να σκάβω, να ζητιανεύω ντρέπομαι. Ξέρω τι πρέπει να κάνω για να είμαι βέβαιος ότι, όταν απομακρυνθώ από τη διαχείριση, να με καλοδεχτούν στα σπίτια τους όλοι εκείνοι που κάνουν δουλειές με τον αφέντη μου’. Και τότε, αφού κάλεσε κάθε έναν από τους χρεοφειλέτες του κυρίου του, είπε στον πρώτο, ‘Πόσα χρωστάς στον κύριό μου;’. Εκείνος απάντησε, ‘Εκατό μεζούρες λάδι’. Τότε είπε ο διαχειριστής, ‘Πάρε το πινάκιό σου, κάθισε κάτω γρήγορα και άλλαξέ το σε πενήντα’. Μετά είπε σε άλλο χρεοφειλέτη, ‘Πόσα χρεωστάς;’ και αυτός αποκρίθηκε, ‘Εκατό μεζούρες σιτάρι’. Τότε είπε ο διαχειριστής, ‘Πάρε το πινάκιό σου και γράψε ογδόντα’. Και το έκανε αυτό με πολλούς άλλους χρεοφειλέτες. Και έτσι αυτός ο ανέντιμος διαχειριστής κοίταξε να κάνει φίλους για τον εαυτό του μετά την απομάκρυνσή του από τη διαχείριση. Ακόμα και ο κύριος και αφέντης του, όταν στη συνέχεια το ανακάλυψε, αναγκάστηκε να παραδεχτεί ότι ο άπιστος διαχειριστής του είχε τουλάχιστον δείξει οξυδέρκεια στον τρόπο με τον οποίο είχε ζητήσει να έχει τα χρειαζούμενα για τις μελλοντικές μέρες της στέρησης και της δυστυχίας.

(1854.1) 169:2.5 Και με αυτό τον τρόπο οι γιοι του κόσμου αυτού μερικές φορές δείχνουν μεγαλύτερη σωφροσύνη στις προετοιμασίες που κάνουν για το μέλλον από ό,τι τα παιδιά του φωτός. Λέω σε σας που σκοπεύετε να αποκτήσετε θησαυρό στον ουρανό: Πάρτε μαθήματα από εκείνους που κάνουν φιλίες με το μαμωνά της αδικίας και κατευθύνετε τις ζωές σας κατά παρόμοιο τρόπο ώστε να δημιουργήσετε αιώνιες φιλίες με τις δυνάμεις της δικαιοσύνης ώστε όταν όλα τα πράγματα αποτυγχάνουν απολύτως, θα γίνετε δεκτοί με χαρά στις αιώνιες κατοικίες.

(1854.2) 169:2.6 Επιβεβαιώνω ότι αυτός που είναι αξιόπιστος σε λίγα θα είναι αξιόπιστος και στα πολλά, ενώ αυτός που είναι άδικος σε λίγα θα είναι άδικος και στα πολλά. Αν δεν δείξατε πρόνοια και ακεραιότητα στις υποθέσεις αυτού του κόσμου, πώς μπορείτε να ελπίζετε ότι θα είστε έμπιστοι και συνετοί όταν θα σας εμπιστευθούν τη διαχείριση του αληθινού πλούτου του ουράνιου βασιλείου; Αν δεν είστε καλοί διαχειριστές και αξιόπιστοι τραπεζίτες, αν δεν είστε αξιόπιστοι σε αυτό που ανήκει σε κάποιον άλλον, ποιος θα είναι τόσο τρελός ώστε να σας δώσει μεγάλο θησαυρό επ’ ονόματί σας;

(1854.3) 169:2.7 Και πάλι σας επιβεβαιώνω ότι κανένας δεν μπορεί να υπηρετεί δυο κυρίους, είτε θα μισήσει τον ένα και θα αγαπήσει τον άλλο, ή διαφορετικά θα αφοσιωθεί στον ένα και θα παραμελήσει τον άλλο. Δεν μπορείτε να υπηρετείτε το Θεό και το μαμωνά».

(1854.4) 169:2.8 Όταν οι Φαρισαίοι που ήταν εκεί τα άκουσαν αυτά, άρχισαν να ειρωνεύονται και να χλευάζουν επειδή έδιναν μεγάλη σημασία στην απόκτηση πλούτου. Οι εχθρικοί αυτοί ακροατές προσπάθησαν να παγιδέψουν τον Ιησού σε ανώφελη συζήτηση, αλλά εκείνος αρνήθηκε να έρθει σε διαμάχη με τους εχθρούς του. Όταν οι Φαρισαίοι άρχισαν να καυγαδίζουν μεταξύ τους, οι δυνατές φωνές τους προσήλκυσαν ένα μεγάλο όχλο που είχε στρατοπεδεύσει εκεί γύρω, και όταν άρχισαν να φιλονικούν μεταξύ τους, ο Ιησούς αποτραβήχτηκε, πηγαίνοντας στη σκηνή του για τη νύχτα.

3. Ο ΠΛΟΥΣΙΟΣ ΚΑΙ Ο ΖΗΤΙΑΝΟΣ

(1854.5) 169:3.1 Όταν η φασαρία δυνάμωσε πολύ, ο Σίμων Πέτρος, όρθιος, πήρε τον έλεγχο, λέγοντας: «Άνδρες και αδέλφια, δεν είναι σωστό να φιλονικείτε με τον τρόπο αυτό μεταξύ σας. Ο Κύριος μίλησε και καλά θα κάνετε να σκεφτείτε καλά τα λόγια του. Δεν είναι μια καινούρια θεωρία αυτά που σας μαρτύρησε. Δεν έχετε ποτέ ακούσει την αλληγορία των Ναζαρηνών σχετικά με τον πλούσιο και το ζητιάνο; Μερικοί από εμάς έχουμε ακούσει τον Ιωάννη το Βαπτιστή να βροντοφωνάζει την προειδοποιητική αυτή παραβολή σ’ εκείνους που αγαπούν τα πλούτη και εποφθαλμιούν τον ανέντιμο πλουτισμό. Αν και η παλιά αυτή παραβολή δεν είναι σχετική με το ευαγγέλιο που κηρύττουμε, καλά θα κάνατε να λάβετε υπ’ όψη το δίδαγμά της μέχρι τη στιγμή που θα κατανοήσετε το καινούργιο φως της βασιλείας των ουρανών. Η ιστορία όπως την είπε ο Ιωάννης έχει ως εξής:

(1854.6) 169:3.2 Κάποτε υπήρχε ένας πλούσιος άνθρωπος που τον έλεγαν Δίβη, ο οποίος, ντυμένος στην πορφύρα και τα υπέροχα λινά ενδύματα, ζούσε κάθε μέρα μέσα στη χαρά και την πολυτέλεια. Υπήρχε και ένας ζητιάνος που τον έλεγαν Λάζαρο, ξαπλωμένος στην πύλη του πλούσιου, γεμάτος πληγές, ο οποίος επιθυμούσε να χορτάσει από τα ψίχουλα που έπεφταν από το τραπέζι του πλούσιου. Ναι, ακόμα και τα σκυλιά ερχόντουσαν και έγλειφαν τις πληγές του. Συνέβη δε να πεθάνει ο ζητιάνος και να μεταφερθεί από τους αγγέλους και να αναπαυθεί στην αγκαλιά του Αβραάμ. Και μετά, αργότερα, πέθανε και ο πλούσιος και θάφτηκε με μεγάλη πομπή και βασιλική μεγαλοπρέπεια. Όταν ο πλούσιος έφυγε από τον κόσμο αυτό, ξύπνησε στον Άδη, και επειδή βασανιζόταν, σήκωσε τα μάτια του και είδε μακριά τον Αβραάμ και το Λάζαρο στην αγκαλιά του. Τότε ο Δίβης φώναξε δυνατά: ‘Πατέρα Αβραάμ, ελέησέ με και στείλε το Λάζαρο να βουτήξει την άκρη του δακτύλου του σε νερό για να δροσίσει τη γλώσσα μου, γιατί βρίσκομαι σε μεγάλη οδύνη εξαιτίας της τιμωρίας μου’. Τότε αποκρίθηκε ο Αβραάμ: ‘Παιδί μου, θυμήσου ότι εσύ στη ζωή σου απόλαυσες τα αγαθά ενώ ο Λάζαρος με τον ίδιο τρόπο υπέφερε τα δεινά. Τώρα όμως όλα άλλαξαν, δεδομένου ότι ο Λάζαρος παρηγορείται ενώ εσύ βασανίζεσαι. Εκτός αυτού, μεταξύ μας υπάρχει μεγάλο χάσμα ώστε δεν μπορούμε να έρθουμε σε σένα, ούτε εσύ μπορείς να έρθεις σε μας’. Τότε είπε ο Δίβης στον Αβραάμ: ‘Σε ικετεύω να στείλεις το Λάζαρο πίσω στο σπίτι του πατέρα μου, επειδή έχω πέντε αδέλφια, να τους μαρτυρήσει αυτά, ώστε να εμποδίσει τα αδέλφια μου να έλθουν στον τόπο αυτό των βασάνων’. Είπε όμως ο Αβραάμ: ‘Παιδί μου, έχουν τον Μωυσή και τους προφήτες, ας τους ακούσουν’. Τότε αποκρίθηκε ο Δίβης: ‘Όχι, όχι, Πατέρα Αβραάμ! Αν κάποιος από τους νεκρούς πάει σ’ αυτούς, θα μετανοήσουν’. Και τότε είπε ο Αβραάμ: ‘Εάν δεν ακούνε το Μωυσή και τους προφήτες, δεν θα πεισθούν ακόμα και αν αναστηθεί κάποιος από τους νεκρούς’».

(1855.1) 169:3.3 Όταν ο Πέτρος διηγήθηκε την παλιά αυτή παραβολή της αδελφότητας των Ναζαρηνών, και εφόσον ο όχλος είχε ησυχάσει, σηκώθηκε ο Ανδρέας και τους απέλυσε για να κοιμηθούν. Αν και αμφότεροι οι απόστολοι και οι μαθητές του συχνά ρωτούσαν τον Ιησού για την παραβολή αυτή του Δίβη και του Λάζαρου, ποτέ δεν συγκατατέθηκε να κάνει κάποιο σχόλιο γι αυτή.

4. Ο ΠΑΤΕΡΑΣ ΚΑΙ Η ΒΑΣΙΛΕΙΑ ΤΟΥ

(1855.2) 169:4.1 Ο Ιησούς πάντα αντιμετώπιζε δυσκολίες με το να εξηγεί στους αποστόλους ότι, ενώ διακήρυτταν την ίδρυση της βασιλείας του Θεού, ο ουράνιος Πατέρας δεν ήταν βασιλιάς. Την εποχή που ο Ιησούς βρισκόταν στη γη και κήρυττε σαν θνητός, ο κόσμος της Ουράντια ήξερε καλά τους βασιλιάδες και τους αυτοκράτορες στη διακυβέρνηση των εθνών και οι Ιουδαίοι από πολύ καιρό πριν αφηγούνταν τον ερχομό της βασιλείας του Θεού. Γι’ αυτό το λόγο αλλά και για άλλους, ο Κύριος σκέφτηκε ότι ήταν καλύτερο να ονομάσει την πνευματική αδελφότητα των ανθρώπων σαν βασιλεία των ουρανών και το πνεύμα-αρχηγό αυτής της αδελφότητας σαν ουράνιο Πατέρα. Ποτέ δεν αναφέρθηκε ο Ιησούς στον Πατέρα του σαν βασιλιά. Στις τελευταίες συνομιλίες του με τους αποστόλους πάντοτε όταν αναφερόταν στον εαυτό του έλεγε ο Γιος του Ανθρώπου και οι μεγαλύτεροι αδελφοί του. Περιέγραφε όλους τους οπαδούς του σαν υπηρέτες της ανθρωπότητας και αγγελιαφόρους του ευαγγελίου της βασιλείας.

(1855.3) 169:4.2 Ο Ιησούς δεν έδωσε ποτέ στους αποστόλους του ένα συστηματικό μάθημα σχετικό με την προσωπικότητα και τη διάθεση του ουράνιου Πατέρα. Ποτέ δεν ζήτησε από τους ανθρώπους να πιστέψουν στον Πατέρα του. Το θεώρησε δεδομένο ότι το έκαναν. Ο Ιησούς ποτέ δεν έκανε μικροπρέπειες προτείνοντας επιχειρήματα για να αποδείξει την πραγματικότητα του Πατέρα. Όλες οι διδασκαλίες του που αφορούσαν τον Πατέρα επικεντρώνονταν στη διακήρυξη ότι αυτός και ο Πατέρας του είναι ένα. Ότι όποιος είδε το Γιο έχει δει τον Πατέρα, ότι ο Πατέρας, όπως ο Γιος, γνωρίζει όλα τα πράγματα, ότι μόνο ο Γιος γνωρίζει πραγματικά τον Πατέρα, και αυτός στον οποίο ο Γιος θα τον αποκαλύψει, ότι όποιος γνωρίζει το Γιο γνωρίζει επίσης τον Πατέρα και ότι ο Πατέρας τον έστειλε στον κόσμο για να αποκαλύψει τη δυαδική φύση του και να δείξει το συνδυασμένο έργο του. Ποτέ δεν έκανε άλλες ανακοινώσεις για τον Πατέρα του εκτός από τη γυναίκα στη Σαμάρεια στο πηγάδι του Ιακώβ, όταν δήλωσε, «Ο Θεός είναι πνεύμα».

(1856.1) 169:4.3 Εσείς μαθαίνετε για τον Θεό από τον Ιησού, με το να παρατηρείτε τη θεία ζωή του, και όχι βασιζόμενοι στις διδασκαλίες του. Από τη ζωή του Κυρίου μπορείτε να αφομοιώσετε εκείνο το σχέδιο του Θεού το οποίο αντιπροσωπεύει το μέγεθος της ικανότητάς σας να αντιληφθείτε τις πνευματικές και θεϊκές αλήθειες, αλήθειες πραγματικές και αιώνιες. Το πεπερασμένο δεν μπορεί ποτέ να ελπίζει ότι θα κατανοήσει το Άπειρο εκτός από εκείνο το Άπειρο που εστιάστηκε μέσα στο χωρόχρονο της προσωπικότητας των εμπειριών της πεπερασμένης ανθρώπινης ζωής του Ιησού από τη Ναζαρέτ.

(1856.2) 169:4.4 Ο Ιησούς γνώριζε καλά ότι ο Θεός μπορεί να γίνει γνωστός μόνο μέσα από την πραγματικότητα της εμπειρίας. Δεν μπορεί να γίνει κατανοητός με την απλή διδασκαλία του μυαλού. Ο Ιησούς δίδαξε τους αποστόλους του ότι, ενώ δεν μπορούν να εννοήσουν πλήρως το Θεό, μπορούν όμως σίγουρα να τον γνωρίσουν, όπως γνώρισαν το Γιο του Ανθρώπου. Μπορείτε να γνωρίσετε το Θεό, όχι κατανοώντας αυτά που είπε ο Ιησούς, αλλά γνωρίζοντας τι υπήρξε ο Ιησούς. Ο Ιησούς υπήρξε η αποκάλυψη του Θεού.

(1856.3) 169:4.5 Εκτός από τότε που παρέθετε κομμάτια από τις Γραφές των Εβραίων, ο Ιησούς αναφερόταν στη Θεότητα μόνο με δυο ονόματα: Θεός και Πατέρας. Και όταν ο Κύριος αναφερόταν στον Πατέρα του σαν Θεό, συνήθως χρησιμοποιούσε την εβραϊκή λέξη που σήμαινε τον Τριαδικό Θεό και όχι τη λέξη Γιαχβέ, η οποία αποτέλεσε την αρχή στην προοδευτική σκέψη του φυλετικού Θεού των Εβραίων.

(1856.4) 169:4.6 Ο Ιησούς ποτέ δεν αποκάλεσε τον Πατέρα βασιλιά, και στενοχωριόταν πολύ που η ιουδαϊκή ελπίδα για την αποκατάσταση του βασιλείου και η διακήρυξη του Ιωάννη για μια ερχόμενη βασιλεία, τον ανάγκασαν να μετονομάσει την προτεινόμενη πνευματική αδελφότητα σε βασιλεία των ουρανών. Με μόνη εξαίρεση – τη δήλωση ότι «Ο Θεός είναι πνεύμα» – ο Ιησούς δεν αναφέρθηκε ποτέ στη Θεότητα με άλλο τρόπο από τους όρους που περιέγραφαν τη δική του προσωπική σχέση με την Πρώτη Πηγή και Κέντρο του Παραδείσου.

(1856.5) 169:4.7 Ο Ιησούς χρησιμοποίησε τη λέξη Θεός για να προσδιορίσει την ιδέα της Θεότητας και τη λέξη Πατέρας για να προσδιορίσει την εμπειρία της γνώσης του Θεού. Όταν χρησιμοποιείται η λέξη Πατέρας για να δηλώσει το Θεό, πρέπει να γίνει κατανοητή με τη μεγαλύτερη δυνατή σημασία της. Η λέξη Θεός δεν μπορεί να ερμηνευτεί και επομένως συμβολίζει την αιώνια ιδέα για τον Πατέρα, ενώ ο όρος Πατέρας, επειδή επιδέχεται μερικής ερμηνείας, μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να αντιπροσωπεύσει την ανθρώπινη ιδέα για το θεϊκό Πατέρα όπως Αυτός συνδέεται με τον άνθρωπο κατά τη διάρκεια της πορείας της θνητής του ζωής.

(1856.6) 169:4.8 Για τους Εβραίους, ο Ελοχίμ ήταν ο Θεός των θεών, ενώ ο Γιαχβέ ήταν ο Θεός του Ισραήλ. Ο Ιησούς δέχτηκε την ιδέα του Ελοχίμ και αποκάλεσε αυτή την ύψιστη ομάδα υπάρξεων Θεό. Στη θέση της ιδέας για το Γιαχβέ, της φυλετικής θεότητας, εισήγαγε την ιδέα της πατρότητας του Θεού και την παγκόσμια αδελφότητα του ανθρώπου. Εξύψωσε την ιδέα για τον Γιαχβέ από ένα θεοποιημένο φυλετικό Πατέρα στην ιδέα του Πατέρα όλων των παιδιών του ανθρώπου, ένα θεϊκό Πατέρα για καθένα πιστό ξεχωριστά. Και επιπλέον δίδαξε ότι αυτός ο Θεός του σύμπαντος και αυτός ο Πατέρας όλων των ανθρώπων ήταν ένας και ο αυτός, η Θεότητα του Παραδείσου.

(1856.7) 169:4.9 Ο Ιησούς ποτέ δεν διακήρυξε ότι ήταν η εκδήλωση του Ελοχίμ (Θεού) στη θνητή μορφή. Ποτέ δεν δήλωσε ότι ήταν μια αποκάλυψη του Ελοχίμ (Θεού) στον κόσμο. Ποτέ δεν δίδαξε ότι αυτός που τον είχε δει, είχε δει τον Ελοχίμ (Θεό). Όμως διακήρυξε ότι ήταν η αποκάλυψη του Πατέρα στη θνητή μορφή, και πράγματι είπε ότι όποιος τον είχε δει, είχε δει τον Πατέρα. Σαν θεϊκός Γιος υποστήριξε πως αντιπροσώπευε μόνο τον Πατέρα.

(1857.1) 169:4.10 Ήταν βεβαίως, και ο Γιος του Ελοχίμ Θεού, αλλά για τη θνητή του ύπαρξη και για τους θνητούς γιους του Θεού, διάλεξε να περιορίσει αυτό που αποκάλυπτε στη ζωή του σχετικά με το χαρακτήρα του Πατέρα του μόνο σε αυτό που θα ήταν περισσότερο κατανοητό για τον θνητό άνθρωπο. Όσον αφορά το χαρακτήρα των άλλων προσωπικοτήτων της Τριάδας του Παραδείσου, μας είναι αρκετό αυτό που μας αναφέρθηκε στη διδασκαλία, ότι μοιάζουν όλες με τον Πατέρα, που σκιαγράφησε το πρόσωπό του στη ζωή του ενσαρκωμένου Γιου, του Ιησού από τη Ναζαρέτ.

(1857.2) 169:4.11 Αν και ο Ιησούς αποκάλυψε την αληθινή φύση του ουράνιου Πατέρα στη γήινη ζωή του, όμως δίδαξε ελάχιστα γι αυτόν. Στην πραγματικότητα, δίδαξε μόνο δυο πράγματα: ότι ο Θεός είναι πνεύμα και ότι, σε όλα τα θέματα που αφορούν τη σχέση του με τα δημιουργήματά του, είναι Πατέρας. Το βράδυ αυτό ο Ιησούς έκανε την τελευταία του ανακοίνωση για τη σχέση του με το Θεό όταν δήλωνε: «Ήρθα από τον Πατέρα, και ήρθα μέσα στον κόσμο, και πάλι θ’ αφήσω τον κόσμο και θα πάω στον Πατέρα».

(1857.3) 169:4.12 Αλλά σημειώστε! Ποτέ δεν είπε ο Ιησούς, «Όποιος έχει ακούσει εμένα έχει ακούσει το Θεό». Είπε όμως, «Αυτός που είδε εμένα έχει δει τον Πατέρα». Το άκουσμα της διδασκαλίας του Ιησού δεν είναι αντίστοιχο της γνώσης του Θεού, αλλά το να δει κανείς τον Ιησού είναι εμπειρία που από μόνη της αποτελεί την αποκάλυψη του Πατέρα στην ψυχή. Ο Θεός των συμπάντων διοικεί την ευρέως διασπαρμένη δημιουργία, είναι όμως ο ουράνιος Πατέρας που αποστέλλει το πνεύμα του να κατοικήσει μέσα στο μυαλό σας.

(1857.4) 169:4.13 Ο Ιησούς είναι ο πνευματικός φακός, που μοιάζει με άνθρωπο, ο οποίος καθιστά ορατό στη θνητή ύπαρξη Εκείνον που είναι αόρατος. Είναι ο μεγαλύτερος αδελφός σας που σαν θνητός, σας κάνει γνωστό ένα Ον με άπειρη ιδιότητα το οποίο ούτε τα ουράνια πνεύματα δεν τολμούν καν να κατανοήσουν. Όλο αυτό όμως γίνεται δυνατό με προσωπικό βίωμα του ατόμου-πιστού. Ο Θεός που είναι πνεύμα μπορεί να γίνει γνωστός μόνο σαν πνευματική εμπειρία. Ο Θεός μπορεί να αποκαλυφθεί στα πεπερασμένα παιδιά του υλικού κόσμου, μέσω του θεϊκού Γιου του πνευματικού βασιλείου, μόνο σαν Πατέρας. Μπορείς να γνωρίσεις τον Αιώνιο σαν Πατέρα, μπορείς να τον λατρέψεις σαν Θεό του σύμπαντος, σαν τον άπειρό Δημιουργό όλων των υπάρξεων.